- βραχυόνειρος
- βραχυόνειρος, -ον (Α)με σύντομα όνειρα, με όνειρα που διαρκούν ελάχιστα («βραχυόνειρος ύπνος», «βραχυόνειροι φαντασίαι»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βραχυόνειρος — with short masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυόνειροι — βραχυόνειρος with short masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς. Πρώτο συνθετικό λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που δηλώνει: 1. Την σε όγκο, μήκος, έκταση ή ποσό βραχύτητα. Πρβλ. βραχυδάκτυλος, βραχυκέφαλος, βραχύπτερος, βραχυσκελής αρχ. βραχύλογος και βραχυλόγος,… … Dictionary of Greek
όναρ — το (Α ὄναρ) 1. όραμα το οποίο παρουσιάζεται κατά τη διάρκεια τού ύπνου, όνειρο 2. φρ. «κατ όναρ» στον ύπνο, σε όνειρο αρχ. 1. καθετί το αβέβαιο ή απατηλό 2. (ως επίρρ.) ὄναρ σε όνειρο, στον ύπνο («ὄναρ γὰρ ὑμᾱς νῡν Κλυταιμνήστρα καλῶ», Ευμ.) 3.… … Dictionary of Greek
ՍՈՒՂԱՆՈՒՐՋ — ( ) NBH 2 0731 Chronological Sequence: Unknown date ՍՈՒՂԱՆՈՒՐՋ ՆԻՆՋ. βραχυόνειρος ὔπνος brevis insomnii somnus. Քուն թեթեւ անրջով. մրափ մը երազով. *Բազումն հանդարտութեան եղեալ՝ սուղանուրջ նինջ եկեսցէ. Պղատ. տիմ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)